καραβοτσακίζομαι

καραβοτσακίζομαι
καραβοτσακίστηκα, καραβοτσακισμένος, ρίχνομαι από τα κύματα στους βράχους και τσακίζομαι, καταστρέφομαι: Βγήκαμε στη στεριά καραβοτσακισμένοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καραβοτσακίζομαι — 1. (για πλοία) ρίχνομαι από τα κύματα στα βράχια και θραύομαι, ναυαγώ («καραβοτσακίστηκε στον κάβο») 2. μτφ. περνώ φοβερή περιπέτεια, ή συμφορά, δυστυχώ, καταστρέφομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) καραβοτσακισμένος, η, ο (κυριολ. και μτφ.)… …   Dictionary of Greek

  • καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • καραβοτσάκισμα — το το αποτέλεσμα τού καραβοτσακίζομαι* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”