- καραβοτσακίζομαι
- καραβοτσακίστηκα, καραβοτσακισμένος, ρίχνομαι από τα κύματα στους βράχους και τσακίζομαι, καταστρέφομαι: Βγήκαμε στη στεριά καραβοτσακισμένοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.